- άπνοια
- Απόλυτη νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμου, το μηδέν κάθε ανεμομετρικής κλίμακας. Η απόλυτη γαλήνη στην επιφάνεια της θάλασσας απαιτεί αναγκαστικά έλλειψη κάθε πνοής ανέμου πάνω από αυτήν. Toαντίστροφο όμως δεν αληθεύει πάντοτε, γιατί με ά. δεν αποκλείεται η συνύπαρξη κυματισμού, που οφείλεται στον άνεμο που προοδευτικά εξασθένησε. Η συνύπαρξη ά. και λιπαρής γαλήνης στην επιφάνεια της θάλασσας λέγεται μπουνάτσα. Στις εναλλαγές της θαλάσσιας με την απόγεια αύρα μεσολαβεί πάντοτε ά. που διαρκεί όσο υπάρχει εξίσωση στις θερμοκρασίες ανάμεσα στην ξηρά και τη θάλασσα.
(Ιατρ.) Προσωρινή αναστολή των αναπνευστικών κινήσεων. Υπάρχει μια φυσιολογική ά., δηλαδή μια χρονική στιγμή κατά την οποία o πνεύμονας δεν αναπνέει, μεταξύ μιας εισπνοής και μιας εκπνοής. Υπάρχουν όμως και άλλες περιπτώσεις στις οποίες μπορούμε να έχουμε ά. Έτσι έχουμε τοξική ά. εξαιτίας της ανασταλτικής επίδρασης μερικών φαρμάκων και σε μερικές δηλητηριάσεις, αλλά και ηθελημένη, όπως στις περιπτώσεις υποβρύχιας κατάδυσης.
Η υποβρύχια κατάδυση χωρίς αναπνευστήρα αναγκάζει το άτομο να συγκρατεί την αναπνοή του· αυτό είναι παράδειγμα ηθελημένης άπνοιας και οι δύτες αυτοί ονομάζονται απνεϊστές.
* * *η (AM ἄπνοια)νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμουαρχ.1. καταφύγιο από τον άνεμο2. διάλειψη ή παύση της αναπνοής.
Dictionary of Greek. 2013.